27/May/2017

Ποιο είναι το νόηµα της διεξαγωγής εκλογών σε µια χώρα/µέλος της ΕΕ η οποία έχει υπογράψει πρόσφατα την παραµονή της σε ένα καθεστώς οικονοµικής επιτήρησης;

Το ερώτηµά σας θέτει τον δάκτυλο επί των τύπον των ήλων. Το ακραία νεο­φιλελεύθερο οικονοµικό και το αντίστοιχο πολιτικό σκεπτικό που σήµερα διέπει τις πρακτικές της ΕΕ κάνει τις εκλογές να µοιάζουν µε την απλή επικύρωση προειληµµένων αποφάσεων. Όποιος διαφωνεί µε στρατηγικές επιλογές, όπως η ιδιω­τικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών, η απορρύθµιση της αγοράς εργασίας και η ασυδοσία του κεφαλαίου –συνθήκες που ψευδεπίγραφα και καταχρηστικά αποκαλούνται «εκσυγχρονισµός», «ανταγωνιστικότητα» και «επιχειρηµατικότητα»–, βρίσκεται αντιµέτωπος µε απειλές, κυρώσεις και εξοστρακισµό. ∆ιόλου δεν απασχολεί τους εµπνευστές αυτής της στάσης ότι οι πολιτικές της απορρύθµισης της αγοράς υπέρ των ισχυρών έχουν εδώ και δεκαετίες δοκιµαστεί και έχουν αποτύχει οικτρά. Πρόκειται για αντιδραστικές παλινδροµήσεις. Χρησιµοποιώ τον όρο «παλινδρόµηση» διότι η λογική της αποδυνάµωσης της εργασίας προκειµένου, µέσω της επανάκαµψης της κερδοφορίας, να επέλθει ευηµερία έχει µακρά και άκρως οδυνηρή ιστορία – ήδη από το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα και τα αδιέξοδα του βικτωριανού laissez faire δεν έχουν οδηγήσει παρά σε κοινωνικά και οικονοµικά δράµατα. Όλα αυτά, όµως, καθόλου δεν κάνουν το αφτί των νεοφιλελεύθερων «αναµορφωτών» να ιδρώνει. Ο λόγος είναι απλός: αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι η κοινωνική πρόοδος – οι όποιες επικλήσεις σε αυτήν είναι απολύτως προσχηµατικές. Μόνο τους κίνητρο είναι η κερδοφορία των αφεντικών, των δικών τους αφεντικών που τους ανταµείβουν αφειδώς, υλικά και συµβολικά, και των αφεντικών γενικά. Πρόκειται για κατάσταση πραγµάτων εξαιρετικά ζοφερή και επικίνδυνη. Όµως στις αντιδραστικές τους αυτές επιδιώξεις θα αποτύχουν. Όσο και να προσπαθούν, όσο και αν καταφέρνουν να καταγάγουν πρόσκαιρες νίκες, οι άνθρωποι αυτοί ζουν έναν απόλυτο εφιάλτη – κάτι που, µε την πρόοδο του ιστορικού χρόνου, όλο και θα εντείνεται. Η αντιδραστικότητά τους δηµιουργεί διαρκή αδιέξοδα, προβλήµατα που, παρά τους επισταµένους τους σχεδιασµούς, δεν είναι σε θέση να προβλέψουν και να ελέγξουν. Ο φαύλος αγώνας που διεξάγουν ενάντια στις κοινωνίες είναι, λοιπόν, ένας µάταιος αγώνας – αργά ή γρήγορα, οι όποιες νίκες τους θα µετατραπούν στο ακριβώς αντίθετο: σε εφιαλτικές ήττες. Αφήστε τους, λοιπόν, στην αγωνία τους κι ας πάµε στο περιεχόµενο της ερώτησής σας. Στην ελληνική περίπτωση, η πραγµατικότητα που µόλις περιέγραψα έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις, και πολύ σωστά κάνετε που επισηµαίνετε το περιεχόµενο των επερχόµενων εκλογών. Αυτό που µετ’ επιτάσεως διαδίδεται είναι πως το δίληµµα που έχει µπροστά του ο ελληνικός λαός συνίσταται στην επιλογή του «καλύτερου» µνηµονιακού διαχειριστή – τη στιγµή που ο ίδιος αυτός λαός έχει δύο φορές µέσα στο 2015 αποφανθεί ότι είναι κατά των Μνηµονίων και της νεοφιλελεύθερης συνταγής συνολικά. Για την κατάσταση αυτή, βέβαια, υπάρχουν συγκεκριµένες πολιτικές ευθύνες. Παρακάµπτοντας όλες τις εσωκοµµατικές διαδικασίες, πολιτικά ανέτοιµη και ελλιπής, η ηγετική οµάδα του ΣΥΡΙΖΑ µετέτρεψε το εκκωφαντικό 61,3% «ΟΧΙ στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα» του δηµοψηφίσµατος της 5ης Ιουλίου σε «ΝΑΙ», κάτι που νεκρανάστησε την παραπαίουσα Ν∆ –ας µην ξεχνούµε πως το αποτέλεσµα οδήγησε τον Αντώνη Σαµαρά σε παραίτηση– και οδήγησε στη συνέχεια που όλοι γνωρίζουµε. Το επαχθές τρίτο Μνηµόνιο, που ψηφίστηκε στο άψε σβήσε µε τη συνεργασία όλων των παλαιών κοµµάτων, αποτελεί βάναυση παραχάραξη της λαϊκής εντολής και παγιώνει το καθεστώς της στενής οικονοµικής επιτήρησης – για την ακρίβεια θέτει τη χώρα υπό ταπεινωτική επιτροπεία. Στο πλαίσιο αυτό είναι που εγείρονται ερωτήµατα για τον χαρακτήρα των επερχόµενων εκλογών. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν τόσο γρήγορα και απότοµα για έναν και µοναδικό λόγο: για να µην προλάβει το εκλογικό σώµα να συνειδητοποιήσει το µέγεθος των συνεπειών της µνηµονιακής µετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ. Και µόνο για τον λόγο αυτόν (για το γεγονός δηλαδή ότι οι εκλογές προκηρύχθηκαν για να συγκαλυφθεί µια εξόφθαλµη παραχάραξη της λαϊκής βούλησης) εκτιµώ ότι ο ιστορικός του µέλλοντος θα είναι άτεγκτος στην αποτίµησή του. Πρόκειται για εκλογές συγκάλυψης ενός µείζονος πολιτικού ατοπήµατος (για να χρησιµοποιήσω µια ήπια διατύπωση) που, αν δεν αποκαλυφθεί και δεν καυτηριαστεί έγκαιρα και επισταµένα, θα τείνει να λειτουργεί ως ένα κορυφαίο προηγούµενο έµπρακτης δηµοκρατικής συρρίκνωσης. Πώς αλλιώς από άρση δηµοκρατίας µπορεί να χαρακτηριστεί µια κατάσταση πραγµάτων όπου ο λαός έχει ρητά αποφασίσει κατά του νεοφιλελεύθερου σκεπτικού των Μνηµονίων, και µάλιστα µε 61,3%, και δυόµισι µήνες µετά του ζητούν να επιλέξει τον καλύτερο µνηµονιακό διαχειριστή; Στις περιστάσεις προβάλλεται βέβαια µε ανερυθρίαστο τρόπο η λογική ΤΙΝΑ: ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Είναι µια λογική αντιδραστική που ακυρώνει τη δηµοκρατία: αν δεν υπάρχει εναλλακτική, δεν υπάρχει λόγος να γίνονται και εκλογές – αρκεί να κοιτάµε βιογραφικά σηµειώµατα πειθήνιων τεχνοκρατών, έτσι άλλωστε γίνεται και στις δικτατορίες. Είναι κατάπτυστο ότι µια ηγετική οµάδα που θέλει ακόµη να επικαλείται τα σύµβολα και τα οράµατα της Αριστεράς έχει προσχωρήσει στο άτοπο αυτό δόγµα – που είναι και απολύτως ψευδές (για την ακρίβεια, αν είναι κάτι που δεν αποτελεί εναλλακτική αυτό είναι ο χτυπητός ανορθολογισµός των Μνηµονίων). Μέσα στο ζοφερό αυτό πλαίσιο διεξάγονται λοιπόν οι εκλογές. Όµως, το δίληµµα σε καµιά περίπτωση δεν είναι αυτό που ανούσια και ανόητα προβάλλεται: ως δήθεν επιλογή του καλύτερου διαχειριστή του σκληρού και αδιέξοδου µνηµονιακού προγράµµατος κι αυτό για τον πάρα πολύ απλό λόγο ότι, παρά τα ψέµατα που ασύστολα λέγονται, το Μνηµόνιο δεν αφήνει το παραµικρό περιθώριο για την άσκηση πολιτικής: ας επαναλάβω ότι η χώρα βρίσκεται υπό επιτροπεία. Το δίληµµα εξακολουθεί να είναι µεταξύ όσων εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η περίφηµη ανάπτυξη θα έρθει ως αποτέλεσµα της περαιτέρω συρρίκνωσης κοινωνικών και πολιτικών δικαιωµάτων (όλων δηλαδή των µνηµονιακών, παλαιών και νέων), και αυτών που επιδιώκουν τον εκδηµοκρατισµό, όχι µόνο στην πολιτική, αλλά επίσης –και στις περιστάσεις θα έλεγα κυρίως– στην οικονοµία και την κοινωνία. Είναι ένα δίληµµα ανάµεσα στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισµό της καταστροφής και την εναλλακτική – που για να υλοποιηθεί προϋποθέτει έξοδο από το ασφυκτικό πλαίσιο της ευρωζώνης. Η εξαιρετικά βραχεία προεκλογική περίοδος που, επαναλαµβάνω, είναι εµπρόθετα βραχεία ώστε να µην προλάβουν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ να ανανήψουν από το µετατραυµατικό σοκ που υπέστησαν από τη µετάλλαξη του κόµµατός τους, συσκοτίζει την πραγµατικότητα αυτή, όµως δεν την αλλάζει. Αυτό είναι το νόηµα των εκλογών. Για τα λαϊκά στρώµατα, η µεγάλη πρόκληση είναι η επίτευξη µετεκλογικών όρων για τη γρήγορη ανασυγκρότηση της Αριστεράς που έχει υποστεί βαρύ πλήγµα από την ανεπάρκεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Πώς µπορεί να επηρεάσει τη διαµόρφωση του εκλογικού αποτελέσµατος –καθώς και το ποσοστό της αποχής το γεγονός ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες των δύο µεγάλων κοµµάτων περισσότερο οµοιάζουν παρά δηµιουργούν κλίµα πόλωσης;

Η αντιπαράθεση ανάµεσα στα δύο µεγάλα κόµµατα είναι µια αντιπαράθεση-παρωδία. Κι αυτό –επιτρέψτε µου να το επαναλάβω και να το τονίσω– όχι διότι δεν υπάρχουν µεταξύ τους διαφορές, αλλά διότι το Μνηµόνιο που έχει τεθεί σε ισχύ δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετικές πολιτικές. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει βέβαια να πείσει για το αντίθετο. Καλεί τον κόσµο να αποτρέψει το «σενάριο της αριστερής παρένθεσης» την ώρα που αυτή από µόνη της και χωρίς να ρωτήσει κανέναν την πραγµατοποίησε: παρέµεινε διεκδικήτρια της εξουσίας έχοντας απεµπολήσει τον πυρήνα του αριστερού σκεπτικού και για του λόγου το αληθές παρακολουθήστε προσεκτικά τις δηλώσεις των κορυφαίων εναποµείναντων στελεχών, ειδικά του οικονοµικού επιτελείου. Με τον τρόπο αυτόν δεν κάνει άλλο από αυτό που οι Αγγλοσάξονες περιγράφουν ως την προσθήκη της προσβολής στη βλάβη. Κάτι παρόµοιο κάνει και η Ν∆ – που, βέβαια, αισθάνεται ανακούφιση από τη µνηµονιακή µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι ψηφοφόροι πρέπει να µην πέσουν σ’ αυτές τις επικοινωνιακές παγίδες. Αυτό που αναφέρετε περί µη πόλωσης είναι σωστό, όµως την τελευταία εβδοµάδα γίνεται µια προσπάθεια –θα την αποκαλούσα– «τεχνητής πόλωσης»: ψάχνουν οι άνθρωποι, ο Τσίπρας και ο Μεϊµαράκης, τρόπους να διαχωριστούν ο ένας από τον άλλο, όµως δεν είναι και τόσο εύκολο. Είναι βέβαιο ότι τµήµατα του κόσµου διακρίνουν αυτές τις πρακτικές ως αυτό που στην πραγµατικότητα είναι: ως απλά επικοινωνιακά τεχνάσµατα. Όπως όµως και να επιδράσουν οι προεκλογικές εκστρατείες των κοµµάτων, ακόµη και αν καταφέρουν να πείσουν στον α ή τον β βαθµό, το σίγουρο είναι ότι µετεκλογικά πολύ γρήγορα θα αποκαλυφθεί ο έωλος χαρακτήρας τους. Η λαϊκή οργή που αναπόφευκτα θα ξεσπάσει πρέπει γρήγορα να δηµιουργήσει όρους για τη νέα πολιτική της εκπροσώπηση. Εκτίµησή µου είναι ότι αυτό θα γίνει πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σήµερα φαίνεται. Για να προλάβει αυτήν ακριβώς την εξέλιξη είναι που το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό προκήρυξε τις εκλογές τόσο γρήγορα και απότοµα.

Πιστεύετε ότι ύστερα από τόσες εκλογικές διαδικασίες που έχουν πραγµατοποιηθεί τα τελευταία χρόνια έχει µεταβληθεί καθόλου η σχέση του πολιτικού προσωπικού και του εκλογικού σώµατος; Ακόµη, εκτιµάτε ότι η νέα βουλή θα έχει διάθεση να εκβιάσει πάλι εύκολα µια κυβέρνηση, αποσκοπώντας να τη ρίξει (π.χ. διαδικασία εκλογής Πτ∆, ή να απειλούν µε παραίτηση βουλευτές εξαιτίας ενός νοµοσχεδίου που τους δυσκολεύει);

Το ότι η σχέση πολιτικού προσωπικού και εκλογικού σώµατος είναι διαταραγµένη εδώ και πάρα πολύ καιρό είναι αδιαµφισβήτητο. Όµως µετά το 2009, είχαµε τη µαχητική είσοδο των απλών ανθρώπων στο πολιτικό προσκήνιο: κινήµατα, γενικές απεργίες, το φαινόµενο των αγανακτισµένων και των λαϊκών συνελεύ­σεων στις πλατείες. Η ενεργοποίηση αυτή συνέτριψε το παλαιό κοµµατικό σύστηµα (π.χ., εξαέρωσε το ΠΑΣΟΚ) και δηµιούργησε νέες προσδοκίες. Όµως, η µνηµονια­κή υποταγή και µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ απειλεί να ξαναφέρει την κατάσταση εκεί που ήµασταν παλιά, ειδικά στον χώρο της νεολαίας που είναι εξαιρετικά θυµωµένη –κυριολεκτικά αηδιασµένη– τόσο από το γεγονός της πολιτικής µεταστροφής, όσο και από τον κουτοπόνηρο τρόπο µε τον οποίο επιχειρήθηκε η συγκάλυψή της. Το ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ µονότονα επαναλαµβάνει «φέραµε την καλύτερη δυνατή συµφωνία» επιβεβαιώνει στην πράξη και µε τρόπο δραµατικό το µοτίβο «οι πολιτικοί είναι αναξιόπιστοι». Επιπλέον στοιχείο αυτής της κατάπτωσης είναι η ευκολία µε την οποία λέγονται πλέον απίστευτα ψέµατα που κανείς δεν πιστεύει, κι όµως παρ’ όλα αυτά επιµένει –και αισθάνεται ότι µπορεί να εξακολουθεί– να τα λέει. ∆είτε, ας πούµε, όλη αυτή τη φαντασµατική ιστορία των «ισοδύναµων», του «παράλληλου προγράµµατος» και της «νέας διαπραγµάτευσης» – την ώρα µάλιστα που οι Ευρωπαίοι «εταίροι» σπεύδουν σε κάθε ευκαιρία να τονίσουν ότι τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν: το έχουν καταστήσει σαφές µε πρόσφατες δηλώσεις τους αξιωµατούχοι όπως οι Juncker, Dijsselbloem, Moscovici και Dombrovskis. Η εικόνα θυµίζει εκείνο το πικρό ανέκδοτο όπου οι πολιτικές ηγεσίες καµώνονται ότι ασκούν πολιτική και ο κόσµος καµώνεται ότι τους πιστεύει, ενώ στην πραγµατικότητα δεν συµβαίνει τίποτε από τα δύο. Άρα το πρόβληµα δεν συνίσταται τόσο στο ότι έγιναν «πολλές εκλογές», όσο στο ότι ο κόσµος ψήφισε επανειληµµένα άσπρο και το πολιτικό προσωπικό βρέθηκε να υλοποιεί µαύρο (µάλιστα ο πρόεδρος του Ποταµιού –σε οµιλία του στα Χανιά– ζήτησε και εύσηµα επειδή, όπως υποστηρίζει, η συµβολή του υπήρξε καθοριστική για τη µετατροπή του «ΟΧΙ» του δηµοψηφίσµατος σε «ΝΑΙ»). Όπως καταλαβαίνετε, αυτή η χτυπητή παραχάραξη της λαϊκής βούλησης είναι εξαιρετικά οδυνηρή και δεν µπορεί παρά να έχει σειρά επιπτώσεων, µεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο κίνδυνος της δυναµικής επανάκαµψης του νεοναζισµού. Για να αντιµετωπιστούν, θα πρέπει γρήγορα να απαλλαγούµε από το ιδεοληπτικό και αντιδραστικό δόγµα ΤΙΝΑ και να σχεδιάσουµε το µέλλον πέρα από το ασφυκτικό πλαίσιο που θέτουν οι ανάγκες αναπαραγωγής του καπιταλισµού της καταστροφής, κι ας µας βοµβαρδίζουν καθηµερινά τα συστηµικά µέσα µε το σκεπτικό των «νέων επιχειρηµατιών» που οραµατίζονται εργασιακές συνθήκες γαλέρας και την εξάλειψη κάθε κοινωνικού δικαιώµατος ως προϋπόθεση για να µπορέσουν κι αυτοί να ξεδιπλώσουν τη «δηµιουργικότητά» τους. Αυτό θα δώσει νέα δυναµική στους διεκδικητικούς αγώνες που, ούτως ή άλλως, θα ξεσπάσουν το επόµενο διάστηµα και είναι αναπόφευκτο να κλονίσουν την όποια κυβέρνηση προκύψει από αυτές τις εκλογές. Ό,τι και να κάνει το µνηµονιακό προσωπικό, νεόκοπο-υποταγµένο ή παλαιό-στρατηγικό, πολύ σύντοµα θα διαπιστώσει ότι κανενός είδους σταθεροποίηση δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Κι αυτό διότι το ίδιο το νεοφιλελεύθερο σκεπτικό είναι αδιέξοδο.

Με ποιον τρόπο, θεωρείτε, πως τροποποιούνται η ψυχολογία, τα εκλογικά κριτήρια και η αντίληψη περί δηµοκρατικών διαδικασιών, τόσο των µεγαλύτερων ηλικιακά ψηφοφόρων όσο και των νεότερων που καλούνται συνεχώς –ακόµη και σε διάστηµα µόλις 9 µηνών να βρεθούν µπροστά από την κάλπη;

Η εξόφθαλµη παραχάραξη της λαϊκής βούλησης –το ότι ένα βροντερό «ΟΧΙ» µετατράπηκε εν µια νυκτί σε θλιβερό «ΝΑΙ»– δεν µπορεί παρά να λειτουργεί τραυµατικά. Αν µάλιστα συνυπολογίσουµε το γεγονός ότι αντί να απολογηθεί και να αναζητήσει τις πολιτικές αιτίες της αποτυχίας της, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει ψευδεπίγραφα να επικαλείται αυτό το «ΟΧΙ», τότε οι επιπτώσεις µπορεί να είναι δραµατικές: µαζικές αποστρατεύσεις όχι µόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ (τον οποίο, µε τις αδιαφανείς και κοντόφθαλµες πρακτικές της, η ηγεσία του κόµµατος κυριολεκτικά έριξε στα βράχια – αναλογιστείτε τις τόσο οργισµένες αποχωρήσεις από δεκάδες οργανώσεις βάσης), αλλά και από την ενεργό πολιτική, βαθιά απογοήτευση, ενίσχυση του φασισµού. Όµως δεν πρέπει σε καµιά περίπτωση να προσεγγίζει κανείς την πραγµατικότητα αυτή µε ηττοπάθεια. Ο πανικός βρίσκεται στην άλλη πλευρά, στους κυριάρχους. Καθώς το σύστηµα δεν µπορεί να σταθεροποιηθεί, το τραύµα της υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ, αργά ή γρήγορα, θα επουλωθεί και οι διαδικασίες της πολιτικής ανάταξης των λαϊκών στρωµάτων θα επιταχυνθούν. Έχει ιδιαίτερη σηµασία εδώ αυτό που αναφέρετε περί δηµοκρατικών διαδικασιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέτυχε µόνο γιατί επιχείρησε, όπως και άλλα κόµµατα στην πρόσφατη και λιγότερο πρόσφατη Ιστορία, να µεταρρυθµίσει τον καπιταλισµό χωρίς να προετοιµάσει τη ρήξη µε αυτόν, αλλά και διότι επέτρεψε –ως συλλογικός πολιτικός οργανισµός– να ποδηγετηθεί από µια αδιαφανή και φίλαυτη ηγεσία που ενώ ανέκυψε ως εντολοδόχος της λαϊκής αντίστασης και των κινηµάτων, έτεινε να γραφειοκρατικοποιη­θεί σε χρόνο ρεκόρ. Η δηµοκρατία στα πολιτικά διαβήµατα των «από κάτω» δεν είναι λοιπόν ρουτίνα, κάτι ωραίο, µια απλώς καλή ιδέα. Είναι οξυγόνο και –µαζί φυσικά µε ένα σοβαρό πρόγραµµα ρήξης– αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση επιβίωσης και ανάπτυξης. Πρόκειται για εξαιρετικά σηµαντική διάσταση της από εδώ και πέρα πραγµατικότητας, που εναπόκειται σε όλες και όλους που ενεργοποιούνται στον πολιτικό αγώνα της κοινωνικής χειραφέτησης να βεβαιωθούν ότι θα υλοποιηθεί. Καθώς ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός και τα συµπεράσµατα πρόσφατα, πιστεύω ότι µπορούµε βάσιµα να αισιοδοξούµε. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται εγρήγορση και ενεργοποίηση.

 

Έξι χρόνια Μνηµονίων – Και τώρα;

Θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την πρόσκληση σ’ αυτή τη σηµαντική συζήτηση. Στον «Ποδονύφτη» είχαµε κάνει µια συζήτηση ακριβώς πριν από έναν χρόνο – µε τίτλο «Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: η µάχη µε τους δανειστές – το κίνηµα – το ευρώ». Σήµερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ γίνεται κάθε µέρα που περνάει ένας πολιτικός τραγέλαφος – που αν όµως αναλογιστούµε τα νέα κέντρα κράτησης των «παράτυπων µεταναστών» (όπως το θέλει η νέα προσεκτική ορολογία), είναι απλά και µόνο τραγωδία. Μπαίνω λοιπόν κατευθείαν στο θέµα.

Ενέχεται η κυβέρνηση αυτή µε τις πρακτικές της (που είναι βέβαια απόρροια της απόλυτης υποταγής της) σε µια πράγµατι ιστορικών διαστάσεων υπαναχώρηση από τον ρόλο που τον Ιανουάριο του 2015 τής ανέθεσαν τα λαϊκά στρώµατα – όπως έχω πρόσφατα γράψει µια εν τοις πράγµασι προδοσία του οράµατος της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Αυτό το βλέπουµε, το βιώνουµε, καθηµερινά – και στον βαθµό που η κυβέρνηση αυτή παραµείνει στην εξουσία (διότι στην τρέχουσα συγκυρία όλα πλέον τα ενδεχόµενα είναι ανοιχτά) θα το δούµε ακόµη πιο δραµατικά την επόµενη περίοδο

µε περαιτέρω µειώσεις µισθών και συντάξεων,

περισσότερη ασυδοσία των αφεντικών,

µεγαλύτερη καταστολή και συρρίκνωση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωµάτων.

Όµως, το κρίσιµο ερώτηµα της αποψινής συζήτησης, αν το ερµηνεύω καλά, δεν είναι τόσο αυτό, όσο οι αντιστάσεις µας – το τι κάνουµε όσοι βρισκόµενοι στην Αριστερά, που παραµένει Αριστερά, τι συµπεράσµατα βγάζουµε και πώς απαντάµε.

Με την τοποθέτησή µου θα επιχειρήσω λοιπόν τρία πράγµατα, όλα όµως πλαισιωµένα από το τελευταίο – το µείζον πραξιακό αίτηµα της αποτελεσµατικής αντίστασης. Θα αναφερθώ πρώτα (και άκρως συνοπτικά, διότι, όπως µόλις είπα, ο πραγµατικός χρόνος βιώνεται και, ως εκ τούτου, είναι άµεσα κατανοητός) στη φύση των αδιεξόδων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. ∆εύτερο µέληµά µου θα είναι η µερική, πάντως, ελπίζω, χρήσιµη επισήµανση αλλά και η αντιµετώπιση των κατά βάση επικοινωνιακών διληµµάτων που θέτει η κυβέρνηση. Το ερώτηµα θα είναι εδώ «µήπως, όντως, οι άνθρωποι αυτοί προωθούν κρίσιµες µεταρρυθµίσεις παρά το Μνηµόνιο;». Τρίτος, τέλος, στόχος βέβαια, το Τι κάνουµε; Πώς αντιστεκόµαστε και ποιες είναι οι προϋποθέσεις ώστε η αντίσταση αυτή να είναι αποτελεσµατική…

Παίρνοντας λοιπόν τα πράγµατα από την αρχή: σε τι φάση βρισκόµαστε σήµερα;

 

                                                                                    Ι

Υπαινίχθηκα ήδη την τροµερή υποχώρηση της κυβέρνησης στο προσφυγικό µε την αποδοχή της κατασταλτικής λογικής της ΕΕ. Οι τέσσερις νέες Αµυγδαλέζες που συµφωνήθηκαν στην πρόσφατη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών (και ό,τι άλλο θα κυοφορηθεί στη σηµερινή Σύνοδο Κορυφής) είναι απολύτως συµβολική του συνόλου της στάσης της κυβέρνησης – όχι µόνο στο προσφυγικό, αλλά και γενικότερα. Και υφίσταται εδώ µια αδήριτη κανονικότητα, όπου κάθε υποχώρηση φέρνει την απαίτηση νέων ακόµη πιο οδυνηρών –όσο και αδιέξοδων– υποχωρήσεων.

Στα αδιέξοδα ειδικά του προσφυγικού δεν είναι δυνατόν να σταθώ σε βάθος, όµως είναι κρίσιµο να αναλογιστούµε ένα κρίσιµο συµπέρασµα που προκύπτει: ότι το προσφυγικό δεν µπορεί ποτέ να αντιµετωπιστεί µε αποτελεσµατικότητα µέσα από το κατά βάση αποικιοκρατικό σκεπτικό της ΕΕ (που, σε µεγάλο βαθµό, δηµιούργησε το πρόβληµα). Προϋπόθεση για να τεθούν και να λυθούν τα προβλήµατα είναι η ρήξη µε το σκεπτικό αυτό, συνδυαστικά µε επιθετικές εκστρατείες διεθνούς εµβέλειας που, αφού θα τονίζουν τον τεχνητό και έωλο χαρακτήρα του διαχωρισµού «προσφύγων» και «µεταναστών», θα αναδεικνύουν τις ρίζες του προβλήµατος, θα καταγγέλλουν την οπτική της συνοριακής καταστολής, τύπου ΝΑΤΟ και FRONTEX, και θα τονίζουν ότι οι ξεριζωµένοι (στο σύνολό τους κάτω από το 1% του ευρωπαϊκού πληθυσµού) µπορούν κάλλιστα, αν υπάρξει πολιτική βούληση, να απορροφηθούν στον ευρωπαϊκό χώρο.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν προωθεί η ελληνική κυβέρνηση – και ο λόγος είναι απλός: έχει απολύτως υποταχθεί. Αυτό φαίνεται εξίσου δραµατικά και στο εσωτερικό πεδίο.

Πρέπει στις περιστάσεις να τονιστεί ότι, µε τις επιλογές της, η κυβέρνηση βρίσκεται τόσο ενώπιον ενός απόλυτου αδιεξόδου, όσο και ότι το όραµα που προβάλλει (ένα όραµα εντός πολλών εισαγωγικών) είναι απολύτως αντιδραστικό. Επιτρέψτε µου να αναφέρω ενδεικτικά µερικά νούµερα και µερικές απτές υλικές πραγµατικότητες, µε συνέπειες.

Ως έχει, στο πλαίσιο της µνηµονιακής οικονοµικής συγκυρίας, απαιτείται η κάλυψη ενός δηµοσιονοµικού κενού που, στην καλύτερη περίπτωση, ξεπερνά τα 3 δισ., γεγονός που συνεπάγεται την επιβολή και νέων µέτρων. Στο πλαίσιο αυτό, όπως απαιτεί και το ∆ΝΤ προκειµένου να υπάρξει αξιολόγηση, χρειάζονται περικοπές κύριων συντάξεων (λες, βέβαια, και όλες οι άλλες περικοπές δεν είχαν –και δεν έχουν– σηµασία)…Αλλά και γενικότερα, πηγαίνοντας στο πιο υλικό και απτό επίπεδο της κοινωνίας.

Η κατάσταση στα λαϊκά στρώµατα µπορεί να περιγραφεί ως απόλυτα δραµατική. ∆εν θα επικαλεστώ άλλα στοιχεία ειµή µόνο το γεγονός ότι τα ληξιπρόθεσµα χρέη προς το δηµόσιο ανέβηκαν το 2015 κατά 13,5 δισ., ανεβάζοντας το συνολικό ποσό στο αστρονοµικό ύψος των 85 δισ. – οι άνθρωποι δεν έχουν πλέον δυνατότητα να πληρώσουν, τελεία και παύλα.

… την ώρα, βέβαια, που εγχειρήµατα όπως η απολύτως σκανδαλώδης ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αποδεικνύονται από τα πράγµατα (όπως άλλωστε και στο παρελθόν) απολύτως µετέωρα και αδιέξοδα. Αρκεί µόνο κανείς να αναφέρει ότι, από τις αρχές του χρόνου, ο δείκτης των τραπεζικών µετοχών καταγράφει στο χρηµατιστήριο πτώση σχεδόν 60%.

Όµως τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Έχοντας παντελώς υποταχθεί στο σκεπτικό του καπιταλισµού της καταστροφής, τον νεοφιλελευθερισµό, η κυβέρνηση παραπαίει εκλιπαρώντας ξένες επενδύσεις που –στις περιστάσεις δεν έρχονται, αλλά– για να έρθουν θα απαιτηθούν νέες, ακόµη πιο βάρβαρες περικοπές εργασιακών δικαιωµάτων.

Εκεί διολισθαίνει ο νέος, ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ: σε έναν λόγο που φαντασιώ­νεται την ανάπτυξη µέσα από την πλήρη καταπάτηση των λαϊκών δικαιωµάτων, συνεπώς και των πολιτικών τους ελευθεριών. Θα µπορούσε κάποιος στις περιστάσεις πικρά να αναφωνήσει «και εις ανώτερα!»…

                                                                                ΙΙ

Θέλω όµως εδώ –κι αυτό είναι το δεύτερο µέρος της τοποθέτησής µου– να σταθώ λίγο (ελπίζω πραγµατικά λίγο) στο επικοινωνιακό παιχνίδι της αντιδραστικής αυτής κυβέρνησης που, µε πραγµατικά πρωτοφανή κυνισµό, εξακολουθεί –ακόµη και σήµερα– να προσπαθεί να παρουσιάσει τις δράσεις και τις νοµοθετικές πρωτοβουλίες της ως προοδευτικές.

Πρέπει εδώ να τονίσει κανείς το γενικό πλαίσιο και τους χρονισµούς του. Η κυβέρνηση αυτή µετακόµισε στον χώρο των κυριάρχων, της αστικής τάξης των διεθνών και γηγενών µεγαλόσχηµων (από τους οποίους άλλωστε προσδοκά και επενδύσεις, και µε τους οποίους «συσκέπτεται» προκειµένου να τους παραχωρήσει «παραγωγικές διευκολύνσεις») εξαιρετικά γρήγορα και απότοµα. Ως αποτέλεσµα υπάρχουν ακόµη και σήµερα άνθρωποι (όλο και λιγότεροι, είναι γεγονός) που µπορεί να έλκονται από τις φρούδες εξαγγελίες που διατυπώνονται περί ρήξης µε τα διαπλεκόµενα µιντιακά συµφέροντα, µε εγχειρήµατα πάταξης της φοροδιαφυγής, ή µε προοδευτική αναµόρφωση στον χώρο της παιδείας (υπάρχει άλλωστε και ο αντίστοιχος «Εθνικός ∆ιάλογος»).

Κανένα από τα εγχειρήµατα αυτά δεν πρόκειται πρακτικά να τελεσφορήσει! Ο λόγος είναι απλός και είναι διττός, έχει δύο διαστάσεις: η πρώτη είναι ότι καµιά σοβαρή µεταρρύθµιση δεν είναι δυνατόν να προκόψει σε συνθήκες οικονοµικής, κοινωνικής και πολιτικής συρρίκνωσης. Ή, για να το πω µε ένα παράδειγµα, τι νόηµα έχει η συζήτηση περί του πώς πρέπει να διανέµονται τα πανεπιστηµιακά συγγράµµατα, όταν οι φοιτητές από λαϊκές οικογένειες λιµοκτονούν (και έτσι αδυνατούν να βιώσουν και να λειτουργήσουν την περιπόθητη φοιτητική ιδιότητα), και το πρόβληµα της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας σχολικής στέγης –ήδη δραµατικό– οξύνεται κι άλλο; Να απαντήσω: ∆εν έχει παρά ελάχιστο νόηµα, αν έχει κάποιο. Υπάρχει όµως και µια δεύτερη διάσταση: το γεγονός ότι ο στόχος που εκ των πραγµάτων τίθεται (προφανώς προσαρµοζόµενος στα παραπάνω δεδοµένα) είναι δραµατικά ελλειµµατικός σε σχέση µε ό,τι µια προοδευτική θεώρηση θα υιοθετούσε. Στην ανώτατη παιδεία, π.χ. (για να µείνω στον ίδιο χώρο), είδαµε πρόσφατα τοποθετήσεις που θέτουν ως µείζονα στόχο όχι την αποκατάσταση της λειτουργίας του δηµόσιου πανεπιστηµίου (κάτι που προφανώς απαιτεί δραµατική αύξηση των αντίστοιχων δαπανών – και ποιος θυµάται εδώ το ιστορικό αίτηµα του 15% για την παιδεία;), αλλά την εύρυθµη λειτουργία ιδιωτικών παραρτηµάτων ξένων πανεπιστηµίων. Την ώρα που στις ΗΠΑ (κι εγώ έχω σπουδές στις ΗΠΑ, επί του θέµατος δεν είµαι άπειρος) ξεσηκώνεται ένα µεγαλειώδες κινηµατικό ρεύµα ενάντια στα δίδακτρα, οι εδώ υποταγµένοι –και κατά βάθος κοµπλεξικοί– φραγκολεβαντίνοι ανακαλύπτουν τις χάρες της ηλεκτρονικής διανοµής συγγραµµάτων, αποκοµµένης όµως από όλα τα άλλα – φαντάζονται ότι έτσι θα αναµορφώσουν την εκπαίδευση: κάνοντας τους φοιτητές να τυπώνουν κείµενα µε δικά τους έξοδα, αντί να υπάρχουν βιβλιοθήκες ή τα κείµενα να διανέµονται.

∆εν θέλω να φάω άλλο χρόνο µε τα της παιδείας, όµως αντίστοιχες διαδροµές παρατηρούνται σε όλους τους τοµείς της δηµόσιας ζωής: έχουµε, συγκεκριµένα, µια φαντασιακή πρόταξη µεταρρυθµίσεων που έχουν όµως, προηγουµένως, υποστεί δραµατική έκπτωση (και που στην εξέλιξη είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται ποτέ να υλοποιηθούν), συνδυαστικά µε µια δραµατική αλλοίωση στόχων.

Η παραγωγική ανασυγκρότηση –που έλεγα παραπάνω– έχει γίνει έτσι συνώνυµο του πώς θα προσελκυστούν ξένες επενδύσεις σ’ έναν αγώνα δρόµου για το πότε και πόσο πιο γρήγορα θα µπορέσουµε επιτέλους να θεσµοθετήσουµε πλήρως τις συνθήκες της εργασιακής γαλέρας (που, στην πραγµατικότητα βέβαια, ήδη από πολλού υπάρχουν).

Πρόκειται για µια κατάσταση απόλυτης πολιτικής κατάπτωσης που όσοι την υπηρετούν ακόµη θα πρέπει να ντρέπονται.

Αλλά σοβαρό ρόλο για την αριστερή ανασυγκρότηση διαδραµατίζει και η ανάδειξη αυτών των αδιεξόδων. Όλοι µας, και ο καθένας ξεχωριστά από τη θέση του, οφείλουµε να αναδείξουµε τα αδιέξοδα της µνηµονιακής υποταγής – να µην αφήσουµε µε κανέναν τρόπο στη γραφειοκρατική αυτή οµάδα να παραποιεί το όνοµα και τα σύµβολα της Αριστεράς. Αν δεν το κάνουµε –αποφασιστικά και δυναµικά– σύντοµα την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ θα τη χρεωθεί η Αριστερά ως σύνολο ιδεών, και θα την πιστωθούν οι ακραίες νεοφιλελεύθερες δυνάµεις, ενώ –όπως η Ιστορία δείχνει– ένα τµήµα θα το πιστωθεί και ο ίδιος ο φασισµός.

Όλα αυτά, όµως, µε οδηγούν στο τρίτο και τελευταίο µέρος της τοποθέτησής µου που αφορά και το πιο κρίσιµο σηµείο της συζήτησης – Τι κάνουµε – Τι ακριβώς κάνουµε µετά από έξι χρόνια Μνηµονίων;

                                                                                 ΙΙΙ

Για µια αποτελεσµατική αντίσταση στη λαίλαπα που βιώνουµε υπάρχουν ορισµένες κρίσιµες προϋποθέσεις: σ’ αυτές θα επιχειρήσω να σταθώ, και να τις οργανώσω σε δύο επίπεδα –αµφότερα εξαιρετικά σηµαντικά και εξόχως πολιτικά–, ένα προγραµµατικό και ένα οργανωτικό.

Ξεκινώντας από το προγραµµατικό, έχει τεράστια σηµασία στις περιστάσεις να αναγνωρίσει κανείς ότι η πηγή όλων όσων διεκτραγώδησα παραπάνω, η πηγή του εκφυλισµού του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν οι αυταπάτες του στο σύστηµα: στην προσδοκία ότι ο νεοφιλελευθερισµός είναι δυνατόν να αντιµετωπιστεί στο πλαίσιο της ευρωζώνης και της ΕΕ, τελικά στο πλαίσιο του καπιταλισµού. Σήµερα, βέβαια, αυτά λέγονται από πολλές συνιστώσες του κινήµατος (ακόµη και από κάποιες που πριν από λίγο µόλις καιρό δεν λέγονταν), όµως έχει σηµασία να επισηµανθούν ένα δυο στοιχεία, απαραίτητα ώστε οι προθέσεις να µετασχηµατιστούν και σε έργο. Τόσο όσοι ήταν µέσα στον ΣΥΡΙΖΑ όσο και όσοι ήταν έξω απ’ αυτόν και τον αντιπάλευαν πρέπει να συνειδητοποιήσουν το παγκοίνως γνωστό, πως αν κανείς επιχειρεί µε τα ίδια µέσα (και µε τα ίδια µυαλά), δεν πρόκειται ποτέ να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσµα. Αυτό σηµαίνει πως από τη θλιβερή πορεία του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να βγουν συµπεράσµατα – κυρίως αυτό που µόλις ανέφερα περί της αναγκαιότητας του σοσιαλιστικού προγράµµατος.

Αυτό το πράγµα –το σοσιαλιστικό πρόγραµµα– δεν είναι κάτι αφηρηµένο. Περιλαµβάνει συγκεκριµένα βήµατα και µέτρα όπως:

στάση πληρωµών του επονείδιστου χρέους·

εθνικοποίηση των τραπεζών και προετοιµασία για τη µετάβαση σε εθνικό νόµισµα·

έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων και του εξωτερικού εµπορίου·

εθνικοποίηση και κοινωνικό έλεγχο των στρατηγικών τοµέων της οικονοµίας·

διεθνιστική απεύθυνση.

Όµως αυτά πρέπει πάντα να µεταφράζονται σε συγκεκριµένες στάσεις και θέσεις, που να δίνουν απαντήσεις στα συγκεκριµένα προβλήµατα των λαϊκών στρωµάτων. Είναι αυτό που λέµε µεταβατικό πρόγραµµα, µεταβατικά αιτήµατα. Η ανάληψη δηλαδή συγκεκριµένων αγώνων µε στόχους που από τη φύση τους οδηγούν σε ένα ανώτερο στάδιο πάλης. Ούτε «στρογγυλέµατα» θέσεων, ούτε όµως και µεσσιανικές κραυγές. (Για το πρώτο, πάρτε για παράδειγµα την αδυναµία µεγάλου τµήµατος της κριτικής Αριστεράς να αρθρώσει συνολικές προτάσεις ρήξης και για το δεύτερο, τη στάση του ΚΚΕ στις πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις, που µε την άρνησή του να κλιµακώσει τους αγώνες, τους οδήγησε στην ήττα και στον θλιβερό λόγο περί «µελλοντικών παρακαταθηκών»).

Για να ανασυγκροτηθεί, η Αριστερά που προδόθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει λοιπόν να αρθρώσει λόγο συνολικό –να προτάξει το όραµα της κοινωνικής απελευθέρωσης– µε λόγο και έργο που θα γίνεται αντιληπτός και θα βιώνεται στην πράξη. Είναι ένας τοµέας στον οποίο, ακόµη και σήµερα, εµφανίζονται δυστυχώς ελλείµµατα.

Αυτό, όµως, µε πάει στο δεύτερο σκέλος των προκλήσεων, το οργανωτικό:

Αν το βασικό προγραµµατικό συµπέρασµα από την οδυνηρή πείρα του ΣΥΡΙΖΑ λέγεται µεταβατικό πρόγραµµα, το οργανωτικό λέγεται Ενιαίο Μέτωπο – είναι ένας όρος κλασικός, αλλά ελάχιστα αφοµοιωµένος (αν όχι ευθέως παρεννοηµένος). ∆εν έχω χρόνο να επεκταθώ σε λεπτοµέρεια (µπορούµε να το κάνουµε στη συζήτηση), όµως θέλω εξαρχής να πω ότι ο λόγος για τον οποίο η Αριστερά που έγκαιρα προέβλεπε την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να πιστωθεί τις απώλειές του είναι η αδυναµία της να λειτουργήσει στη βάση αυτής της κοµβικής πολιτικο-οργανωτικής αρχής – µέχρι και σήµερα, µεγάλο τµήµα των απογοητευµένων του ΣΥΡΙΖΑ είτε κινείται προβληµατισµένο και αναποφάσιστο είτε έχει παντελώς απελπιστεί.

Ενιαίο Μέτωπο (η λογική που προτάχθηκε από την 3η ∆ιεθνή στις αρχές της δεκαετίας του ’20, προτού αυτή να σταλινοποιηθεί) θα πει συνεργασία για την επίτευξη κοινών στόχων, µε αυτονοµία όσων από κοινού συµµετέχουν στο εγχείρηµα. Το Ενιαίο Μέτωπο απεχθάνεται, ως εκ τούτου, τους αποκλεισµούς (ευθείς ή πλάγιους), τα καπελώµατα και τους πάσης µορφής βοναπαρτικούς ηγεµονισµούς. Θέλει, αντίθετα, διάλογο µε πραγµατική δηµοκρατία· ποσοστώσεις στα όργανα (ώστε να εκπροσωπούνται µε επάρκεια οι διάφορες τάσεις συµπεριλαµβανοµένων και των ανένταχτων) ζωντανή και δηµιουργική επικοινωνία ώστε να βαθαίνει η κατανόηση των αδιεξόδων του συστήµατος και να οργανώνεται αποτελεσµατικά η κοινή πάλη.

Όλα αυτά στις µέρες µας είναι απολύτως εφικτά – σε βαθµό µάλιστα τέτοιο που ίσως µεγάλο κοµµάτι όσων λέω να φαντάζει αυτονόητο. Έχουµε σήµερα έναν µεγάλο αριθµό συλλογικοτήτων από ολόκληρο το φάσµα της Αριστεράς (την ΑΡΚ, τη ∆ικτύωση, την Ανοιχτή Λίστα, δυνάµεις µέσα και έξω από τη ΛΑΕ) που αναζητούν δρόµους για την ανασύνταξη. Όλοι αυτοί πρέπει να συναντηθούν – να κάνουν έναν νέο Χώρο ∆ιαλόγου και Κοινής ∆ράσης, όπως λεγόταν παλιά, που όµως αυτή τη φορά θα λειτουργεί. Η εµπειρία υπάρχει, η ανάγκη υπάρχει, δεν µένει παρά η βούληση.

Πρέπει, όµως, να πούµε ότι ο χρόνος που έχουµε στη διάθεσή µας δεν είναι απεριόριστος. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν σύντοµα, διότι αν δεν γίνουν, αν δεν µπουν γρήγορα οι βάσεις για µια νέα –αυτή τη φορά πραγµατικά ρηξιακή– µαζική Αριστερά µε ζωντανή και ορατή παρουσία στο πολιτικό επίπεδο, τότε (όπως είπα και προηγουµένως) οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι τεράστιοι.

Παρά τη µεγάλη απογοήτευση που η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ έχει σκορπίσει, οι δυνατότητες για µια προωθητική απάντηση υπάρχουν και –ιστορικά µιλώντας– είναι εξαιρετικά σηµαντικές όσο και κρίσιµες. Το δείχνουν άλλωστε οι νέοι κοινωνικοί αγώνες που έχουν και πάλι αρχίσει να διαδραµατίζουν αξιοπρόσεκτο ρόλο στην πολιτική µας καθηµερινότητα. Εναπόκειται σε όλους µας, που µε αγωνία συµµετέχουµε σ’ αυτή τη συζήτηση, τις δυνατότητες αυτές να τις αξιοποιήσουµε…

 

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Σεραφείμ Σεφερειάδη, " Το κόκκινο νήμα μιας δεκαετίας. Αναλύσεις και κείμενα στα χρόνια της κρίσης".  (εκδόσεις: Τόπος )