* Μια προηγούµενη εκδοχή του κειµένου αυτού παρουσιάστηκε στη συζήτηση µε τίτλο «Το χρήµα σε κατάσταση κρίσης: το παράδειγµα της Ελλάδας», µε αφορµή την προβολή της ταινίας της Anja Kirchner και του David Panos, Ultimate Substance, στο Neue Berliner Kunstverein.
Καθώς σήµερα στην Ελλάδα το κράτος αποσύρεται από την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναµης µε τη µορφή της πρόνοιας, αντικαθιστώντας την µε τα «προγράµµατα απασχόλησης» και την καταστολή, ενώ το κεφάλαιο, µεγάλο και µι- κρό, αναγκάζεται να αποσυρθεί από επενδύσεις και την παραγωγή, πετώντας όλο και µεγαλύτερο κοµµάτι του πληθυσµού εκτός της επίσηµης αγοράς εργασίας και προς την «µαύρη»/επισφαλή εργασία και την ανεργία, έχουν εµφανιστεί πολλές αυτοοργανωµένες δραστηριότητες, καθώς και ένα αυξηµένο ενδιαφέρον για αυτές, ακόµα και από το κράτος. Αυτές οι δραστηριότητες συχνά αποτελούν άµεση απάντηση στη συµπίεση προηγούµενων πηγών αναπαραγωγής (µισθοί, συντάξεις, πρόνοια), και εµφανίζονται ως αναγκαίες. Ωστόσο, όχι µόνο είναι συµπτωµατικές της κρίσης, αλλά και αυτές οι ίδιες διαπερνώνται από την κρίση. Ο σκοπός αυτού του κειµένου είναι να αναπτυχθούν κάποιες σκέψεις σχετικά µε αυτές τις δραστηριότητες, όχι από τη σκοπιά τού αν είναι σωστές ή λάθος ή αν οι άνθρωποι θα έπρεπε να κάνουν κάτι άλλο, αλλά από τη σκοπιά των ορίων ή αντιφάσεων που αντιµετωπίζουν. Οι έννοιες του χρήµατος, της εµπορευµατικής ανταλλαγής, της αξίας και της αφηρηµένης εργασίας σχετίζονται άµεσα µε αυτή τη συζήτηση.
Η εµπορευµατική ανταλλαγή είναι αυτό ακριβώς που συνέχει τα εγχειρήµατα εναλλακτικής οικονοµίας που δηµιουργούν δίκτυα εναλλακτικών νοµισµάτων ή τράπεζες χρόνου. Ο στόχος αυτών των εγχειρηµάτων είναι, από τη µία, να δηµιουργήσουν οικονοµική δραστηριότητα εκεί που δεν υπάρχει, και, από την άλλη, να δηµιουργήσουν σχέσεις κοινότητας και αλληλεγγύης ανάµεσα στους κατοίκους µιας περιοχής. Ένα τοπικό νόµισµα, είτε βασίζεται στον χρόνο είτε όχι, περιορίζει το πεδίο των ανταλλακτικών δραστηριοτήτων και προστατεύει τα µέλη του δικτύου από τον εξωτερικό ανταγωνισµό. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι πρόκειται για ένα είδος µικροπροστατευτισµού. Επιπλέον, προσπαθεί να χτίσει δεσµούς κοινότητας ανάµεσα στα µέλη. Αυτές οι δύο πλευρές των εγχειρηµάτων αυτών συνδέονται στενά η µία µε την άλλη και οι αντιφάσεις τους προεικονίζουν µελλοντικές εντάσεις εντός αυτής της αλληλεξάρτησης.
Η ύπαρξη σχέσεων απλής ανταλλαγής ανάµεσα στα µέλη σηµαίνει ότι µιλάµε για οικιακή παραγωγή που είναι εξαρτηµένη από την ευρύτερη οικονοµία στο εξωτερικό της κοινότητας. Η ανταλλακτική κοινότητα δεν είναι λοιπόν εντελώς αυτόνοµη αλλά διαπερνάται από την εξελισσόµενη κρίση. Είναι δύσκολο να παραµείνει ανεπηρέαστη από την απαξίωση της εργασιακής δύναµης. Από την άλλη πλευρά, ακόµα και αν επιτύχει έναν βαθµό αυτονοµίας, µια κοινότητα που βασίζεται στην απλή ανταλλαγή δηµιουργεί αναγκαστικά δεσµούς αλληλεξάρτησης βασισµένους στην τοπική ιδιοκτησία, δεν αποτελείται από άτοµα που ελεύθερα επιλέγουν τις µεταξύ τους σχέσεις. Αυτό έχει ως συνέπεια την πιθα- νότητα οι κοινότητες αγώνα που µπορεί να αναδυθούν από τις ανταλλακτικές κοινότητες να βρεθούν αγκιστρωµένες σε ζητήµατα τοπικής ταυτότητας και τοπικής ιδιοκτησίας και να έρθουν σε σύγκρουση µε τους «εκτός» υπερασπιζόµενες αυτή την τοπικότητα, αντί να κινηθούν προς την κατάργηση των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Μέσα σε αυτές τις µικροαγορές ήδη βλέπουµε ένα γενικό ισοδύναµο που αποτελεί µέτρο της ανταλλακτικής αξίας, είτε αυτό είναι εναλλακτικό χρήµα είτε πίστωση χρόνου, καθώς και παραγωγή για την αγορά, πράγµα το οποίο σηµαίνει ότι η εργασία ως εργασία που παράγει εµπορεύµατα ήδη εξισώνεται µέσω της ανταλλαγής, και εποµένως υπάρχει ως αφηρηµένη απέναντι στις συγκεκριµένες ιδιότητές της. Ωστόσο, οι τράπεζες χρόνου, κινητοποιηµένες από την ιδέα της ισότητας, χρησιµοποιούν τον χρόνο συγκεκριµένης εργασίας ως µέτρο του πλούτου, αγνοώντας τις όποιες διαφοροποιήσεις στην παραγωγικότητα, την εντατικότητα και τη συνθετότητα της εργασίας. Ωστόσο, η συνύπαρξη αυτών των διαφοροποιήσεων απαιτεί µια διαρκή διαπραγµάτευση γύρω από την αξία της κάθε ώρας διαφορετικών συγκεκριµένων εργασιών ώστε να συνεχίζει να ισχύει αυτή η αρχή της ισότητας. Η εξίσωση των διαφορετικών εργασιών στην αγορά απαιτεί την επαρκή µορφή της. Αυτή η διαπραγµάτευση µπορεί είτε να οδηγήσει στο να µετατραπούν οι πιστώσεις χρόνου σε πραγµατικό χρήµα, δηλαδή να πάψουν να µετρούνται στη βάση του χρόνου συγκεκριµένης εργασίας, είτε στην αναγκαιότητα να υπάρχουν αυστηροί και συνεχείς έλεγχοι στις ιδιότητες και τις µορφές της εργασίας που ανταλλάσσεται, κάτι που θα εµποδίζει την επέκταση αυτής της µικροαγοράς. Η τράπεζα χρόνου, συνεπώς, δεν µπορεί να εξαπλωθεί χωρίς να εισάγει τη µορφή-χρήµα, και δεν µπορεί να αποφύγει την εισαγωγή του χρήµατος χωρίς να συρρικνωθεί. Στον βαθµό που εξαπλώνεται, η διαφοροποίησή της από την κυρίαρχη οικονοµία θα τείνει να εξαφανιστεί.
Η άποψη που θεωρεί τις εναλλακτικές οικονοµίες ως κάτι περισσότερο από προσπάθειες επιβίωσης µέσα στην κρίση και αναζητά έναν επαναστατικό ορίζοντα σε αυτό που είναι και όχι στη ρήξη µε το περιεχόµενό τους, βλέπει το χρήµα ως απλή κυριαρχία ή ως απλό σύµβολο,[1] αντί για αυτό που είναι: ένα αφηρηµένο ισοδύναµο, µια λειτουργία, το πιο επαρκές µέσο της ανταλλαγής. Η εµπορευµατική ανταλλαγή καθιστά αναγκαίο το χρήµα, δεν «κυριαρχείται» από αυτό. Η ανταλλαγή, η αφηρηµένη εργασία, ο καταµερισµός της εργασίας, είναι προϋποθέσεις της παραγωγής αξίας, µε άλλα λόγια του καπιταλισµού. Δεν είναι «αυθεντικές» σχέσεις τις οποίες ο καπιταλισµός εκ των υστέρων ιδιοποιείται. Οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις δεν γίνονται λιγότερο καπιταλιστικές αντικαθιστώντας το χρήµα µε κάτι άλλο, που ούτως ή άλλως καταλήγει αναγκαστικά και πάλι να είναι χρήµα.[2] Η κατάργηση του χρήµατος ως διαµεσολάβησης των σχέσεων παραγωγής δεν µπορεί να συµβεί χωρίς την κατάργηση όλων των άλλων διαµεσολαβήσεων που συντηρούν και συντηρούνται από το χρήµα, παντού σε όλη την κοινωνία και όχι µόνο τοπικά.
Τα κοινωνικά εγχειρήµατα που προτάσσουν τη χαριστικότητα επίσης αντιµετωπίζουν όρια που τίθενται από την ίδια τη φύση της δραστηριότητάς τους, στην προσπάθειά τους να παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες από τις οποίες το κράτος έχει αποσυρθεί. Τα εγχειρήµατα αυτά είναι ταυτόχρονα συµπτωµατικά της κρίσης και απαραίτητα για την επιβίωση εντός της. Περιλαµβάνουν από κουζίνες που προσφέρουν δωρεάν φαγητό σε άστεγους, ανταλλακτικά παζάρια ρούχων και «κοινωνικά παντοπωλεία», µέχρι νηπιαγωγεία και δωρεάν µαθήµατα για παιδιά. Τα παραπάνω οργανώνονται τόσο από πολιτικές οµάδες όσο και αυθόρµητα.Το ζήτηµα της περίθαλψης είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς υπάρχουν αυτο-οργανωµένα ιατρεία σε αρκετές πόλεις. Τα ιατρεία αυτά τα λειτουργούν εργαζόµενοι στον τοµέα της υγείας που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους δωρεάν, και όλοι οι χώροι, ο εξοπλισµός και τα φάρµακα προέρχονται από δωρεές αλληλέγγυων.[3] Αποτελούν κοµµάτι των αγώνων των εργαζοµένων στον χώρο της υγείας και του αγώνα για καθολική δωρεάν περίθαλψη, και επιχειρούν την αποεµπορευµατοποίησή της στην πράξη. Ωστόσο, η αντίφαση που αντιµετωπίζουν αυτά τα εγχειρήµατα γίνεται τόσο περισσότερο εµφανής όσο η αρχή της αυτονοµίας (από το κράτος, τις ΜΚΟ, την εκκλησία ή ιδιωτικές εταιρίες) αναδύεται πιο δυναµικά εντός τους, έχοντας το πρόταγµα της αυτοδιαχείρισης ως ορίζοντα. Τα κοινωνικά ιατρεία αλληλεγγύης εµπλέκονται σε µια δραστηριότητα το ίδιο το περιεχόµενο της οποίας καθορίζεται από την ταξική σχέση: µια αναπαραγωγική λειτουργία που µέχρι πρόσφατα επιτελούσε το κράτος για τη συντήρηση της εργασιακής δύναµης, λειτουργία που πλέον δεν είναι διατεθειµένο να αναλάβει. Οι πρακτικές τους αντικειµενικά δεν µπορούν να αποφύγουν το ζήτηµα του τι είναι η ίδια η ιατρική γνώση, που σε τελική ανάλυση ορίζεται από την ύπαρξή της ως αναπόσπαστο κοµµάτι της αναπαραγωγής της εργατικής δύναµης ως εργατικής δύναµης (καταλληλότητα για εργασία), και της παραγωγής των ιατρικών τεχνολογιών διαµέσου υπολογισµών κόστους και απόδοσης των επενδύσεων για τις βιοµηχανίες φαρµάκων και ιατρικού εξοπλισµού. H «υγεία», λοιπόν, ακόµα και στο στοιχειώδες επίπεδο στο οποίο περιορίζονται τα κοινωνικά ιατρεία, δεν µπορεί, εξ ορισµού, να είναι «δωρεάν» και κάποια στιγµή θα έρθει ο καιρός που η οικονοµική ενίσχυση από τους συντρόφους δεν θα είναι αρκετή. Τότε, το πρόβληµα του να διατηρηθεί η αυτονοµία χάριν του αγώνα για την αυτοδιαχείριση εµφανίζεται διπλό: από τη µια πλευρά, η µη αποδοχή χορηγιών από εταιρίες, ΜΚΟ ή το κράτος, θα σηµαίνει ότι είναι αδύνατον να συνεχιστεί το εγχείρηµα, κάτι που θα άφηνε χωρίς περίθαλψη αυτούς που δεν έχουν πρόσβαση στο σύστηµα υγείας. Από την άλλη, υπάρχει το ερώτηµα του αν η ίδια η προϋπόθεση των υπηρεσιών «υγείας» - η εργασία, ο καταµερισµός της και η αναπαραγωγή της, µε άλλα λόγια, η διαχείριση της ζωής µε σκοπό την παραγωγή – µπορεί πραγµατικά να αµφισβητηθεί µέσω του πολυπόθητου σχεδίου της αυτοδιαχείρισης.
Ενώ το πρώτο πρόβληµα συχνά αναγνωρίζεται ξεκάθαρα από όσους συµµετέχουν στα εγχειρήµατα αυτά, αυτό που θεωρούν ως την πιο ελπιδοφόρα πλευρά της δράσης τους είναι η δηµιουργία «αλληλέγγυων υποκειµένων» τα οποία συνδέουν άµεσα µε την εργατική αυτοδιαχείριση. Το όριο που πρέπει να ξεπεραστεί, εδώ, όµως, δεν βρίσκεται στο επίπεδο του υποκειµένου αλλά στις δυνατότητες των συγκεκριµένων πρακτικών. Η δωρεάν προσφορά υπηρεσιών υγείας µπορεί να είναι απαραίτητη υπό τις σηµερινές συνθήκες για την επιβίωση πολλών προλετάριων, αλλά δεν µπορεί να βάλει τέλος στη συστηµατική διαµεσολάβηση της «υγείας» από το χρήµα. Ακόµα και στο ιδανικό πλαίσιο µιας «αυτοδιαχειριζόµενης κοινωνίας», η «υγεία» δεν θα έπαυε να είναι εµπόρευµα, ακριβώς επειδή η ίδια η εµπορευµατική µορφή, η εργασία, ο καταµερισµός της και η µέτρηση της παραγωγικότητάς της, δεν θα αµφισβητούνταν. Η «υγεία» λοιπόν θα συνέχιζε να βασίζεται στη συντήρηση της εργασιακής δύναµης µε τον πιο οικονοµικό τρόπο. Ίσως, αντίθετα, σε µια γενικευµένη κατάσταση ρήξης, που θα ενέπλεκε ολόκληρη την κοινωνία, σε µια ολική σύγκρουση ενάντια στην τάξη του κεφαλαίου και το κράτος, όπου θα αµφισβητούνταν οι διαµεσολαβήσεις του χρήµατος και της ανταλλαγής, θα βλέπαµε µαζί και την αµφισβήτηση της ίδιας της «υγείας». Τότε, η αυτοοργάνωση των υπηρεσιών «υγείας» θα αναγκαζόταν να αντιµετωπίσει θέµατα όπως αυτά του καταµερισµού της εργασίας και των σχέσεων εξουσίας ανάµεσα σε γιατρούς και ασθενείς, τα οποία προϋποθέτουν καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Η γενίκευση και σύγκλιση τέτοιων ρήξεων, όµως, δεν είναι το ίδιο µε την εξάπλωση των αυτόνοµων χώρων, ή µε τον πολλαπλασιασµό και τη µεγέθυνση αυτών που συχνά αποκαλούνται «κοινά».[4] Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η µορφή της αυτόνοµης οργάνωσης είναι πάντα µια κοινότητα τα µέλη της οποίας έχουν κοινά συµφέροντα και κοινή ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία δεν καταργείται, αλλά απλώς ανήκει στην κοινότητα. Αυτό που βρίσκεται εντός της πάντα ορίζεται από ό,τι βρίσκεται εκτός της και από τα όρια που τη χωρίζουν από αυτό. Από τη µια πλευρά, µια αυτόνοµη κοινότητα αντιµετωπίζει όλους τους κινδύνους του τοπικισµού, ακόµα και του εθνικισµού, ενώ από την άλλη, τα όρια που τη χωρίζουν από τον «καπιταλισµό» δεν είναι καθόλου στεγανά. Ο καπιταλισµός όχι µόνο δεν απειλείται ή διαρρηγνύεται από κοινότητες που βασίζονται στη χαριστικότητα, αλλά είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη τέτοιων κοινοτήτων, οι οποίες αναπόφευκτα εξαρτώνται από την εµπορευµατική παραγωγή και την ανταλλαγή για την επιβίωσή τους (εκτός αν πρόκειται για πρωτογονιστικές κοµµούνες). Η ίδια η πρακτική της χαριστικότητας δεν έχει κάποιο ουσιαστικό νόηµα ανεξάρτητα από το τι είναι αυτό που µοιράζεται κανείς και υπόποιες συνθήκες. Σε ατοµικό επίπεδο, η πρακτική αυτή θα µπορούσε ίσως να παρακάµψει το χρήµα, αλλά δεν το αποκλείει εξ ορισµού – η χαριστικότητα µπορεί κάλλιστα να είναι χαρακτηριστικό φιλικών σχέσεων αλλά και συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής.
Αυτές οι αντιφάσεις της κοινότητας και της ιδιοκτησίας είναι πλέον εµφανείς σε εγχειρήµατα που στοχεύουν στην «απελευθέρωση» δηµοσίων χώρων, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Αν ένα κατειληµµένο πάρκο, που έχει φυτευτεί µε µεράκι µε την ελπίδα να γίνει καταφύγιο αλληλέγγυας δραστηριότητας µέσα στη ζούγκλα της πόλης είναι ταυτόχρονα και δηµόσιος χώρος όσο και κάθε άλλος µέσα στην πόλη, αναπόφευκτα θα είναι και τόπος των ίδιων κοινωνικών αντιφάσεων. Έτσι, λίγες επιλογές αποµένουν για να διατηρηθεί ακέραιος αυτός που οι οργανωτές του θεωρούν ότι θα έπρεπε να είναι ο χαρακτήρας του, πέρα από την αστυνόµευση τελικά του χώρου. Όντως, αρκετοί από αυτούς που επιθυµούν την υπεράσπιση αυτών των χώρων τους αστυνοµεύουν από ναρκοµανείς και βαποράκια –που τυγχάνει να είναι συνήθως µετανάστες– και οι συγκρούσεις µεταξύ τους στο δρόµο δεν είναι σπάνιες.
Ο λόγος περί αυτοοργάνωσης ή/και αυτονοµίας που συνοδεύει πολλά από αυτά τα εγχειρήµατα έχει ως όραµά του την αυτοδιαχείριση της παραγωγής. Τα εγχειρήµατα αυτοδιαχείρισης µπορεί να µην είναι πάρα πολλά σήµερα, όµως αυξάνονται, και είναι σηµαντικό ότι η αύξησή τους αυτή είναι συνέπεια της κρίσης µέσα στην προσπάθεια των ανθρώπων να αποφύγουν την ανεργία.[5] Και πάλι, η τύχη των εγχειρηµάτων αυτών εξαρτάται πιο πολύ από τις διακυµάνσεις της αγοράς παρά από τις αποφάσεις των µελών τους. Για να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικά, οι εργαζόµενοι σε αυτά πολύ συχνά δουλεύουν όλο και πιο σκληρά, για περισσότερες ώρες, ακόµα και απλήρωτοι, θεωρώντας τους εαυτούς τους συγχρόνως ως εργαζόµενους και αφεντικά. Όταν πάλι υπάρχει πλεόνασµα, αυτό επανεπενδύεται σε νέες αυτοδιαχειριζόµενες επιχειρήσεις. Η σχέση ανάµεσα στην εργασία και το κεφάλαιο συνεχίζει να υπάρχει, αν και αυτή τη φορά δεν προσωποποιείται στον καπιταλιστή και τον εργαζόµενο, αλλά ενσαρκώνεταισε ένα και το αυτό υποκείµενο. Έτσι, το ζήτηµα δεν είναι εάν αυτές οι επιχειρήσεις ωθούνται από το κίνητρο της συσσώρευσης υποκειµενικά: αυτό είναι το de facto κίνητρό τους από τη στιγµή που επιχειρούν να επιβιώσουν στην αγορά ως επιχειρήσεις. Αναπόφευκτα εξαναγκάζονται, λοιπόν, να αντιµετωπίσουν το ζήτηµα της αυτοεκµετάλλευσης.
Η οπτική αυτής της πρακτικής, ο λόγος που οι συµµετέχοντες σε αυτή τη θεωρούν πολιτική πρόταση, ενώ ταυτόχρονα είναι προσεκτικοί ώστε να αναγνωρίζουν τις σηµερινές «αδυναµίες» της, είναι το ότι οραµατίζεται µια κοινωνία αυτόνοµων, αυτοοργανωµένων παραγωγών-εργαζοµένων, όπου τα εµπορεύµατα και τα πλεονάσµατα θα διανέµονται ισότιµα και ο συλλογικός σχεδιασµός θα αντικαθιστά τον καπιταλιστικό ανταγωνισµό. Η οπτική αυτή, το όραµα της αυτονοµίας-αυτοδιαχείρισης, παραβλέπει ότι η εργατική τάξη ορίζεται µόνο σε σχέση µε το κεφάλαιο, και θεωρεί ότι η κοινωνία των εργατών µπορεί να υπάρξει χωρίς να αναπαράγει καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, ή ακόµα ότι η διατήρηση της παραγωγής προς ανταλλαγή, του λογιστικού υπολογισµού, της επιβολής µιας αφηρηµένης ποσοτικής εξίσωσης των δραστηριοτήτων, δεν έχει καµία σχέση µε τον καπιταλισµό. Ουσιαστικά παίρνει αυτό που είµαστε στη σηµερινή κοινωνία ως βάση για µια νέα κοινωνία, την οποία θέλει να δοµήσει ως την απελευθέρωση αυτού που είµαστε – την απελευθέρωση του εργάτη ως εργάτη.
Δεν µπορούµε όµως να κατανοήσουµε την αυτοδιαχείριση µέσα σε ένα ιστορικό κενό. Σήµερα, η αυτοδιαχείριση δεν είναι ο θρίαµβος των εργατικών αγώνων, αλλά η έσχατη λύση στο πρόβληµα της ανεργίας. Οι σηµερινές οργανώσεις «από τα κάτω», ανεξάρτητα του αν οργανώνονται µε βάση την εργατική ταυτότητα, τα προτάγµατα της δηµοκρατίας και της αυτονοµίας, ή όλα τα παραπάνω, αντιµετωπίζουν το όριο που τίθεται από την σηµερινή κατάσταση της ταξικής σχέσης. Δεν µπορούν να γίνουν µέρος µιας ευρύτερης ταξικής ενότητας, λόγω του κατακερµατισµού της τάξης και της επισφάλειας που έφερε η µετα-Κεϋνσιανή περίοδος της αναδιάρθρωσης (στην Ελλάδα, µετά τη δεκαετία του ’80), ενός κατακερµατισµού που βαθαίνει ακόµα περισσότερο µε τη µαζική ανεργία που παράγει η σηµερινή κρίση, κρίση που συνοδεύεται από µια ακόµα πιο βαθιά και επιταχυνόµενη αναδιάρθρωση. Σε αυτή την περίοδο, βλέπουµε ότι η ίδια η δυνατότητα του προλεταριάτου να βρει στη σχέση του µε το κεφάλαιο τη βάση για τη συγκρότησή του ως αυτόνοµη τάξη µε ένα ισχυρό εργατικό κίνηµα έχει σχεδόν εντελώς εξαφανιστεί. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που σήµερα η αυτοδιαχείριση είναι έσχατη λύση αντί για επαναστατικό πρόγραµµα. Η αυτονοµία και η αυτοδιαχείριση αντιπροσώπευαν µια ιστορική στιγµή στην ιστορία των ταξικών αγώνων και όχι ένα διαχρονικό πρότυπο δράσης. Η παρακµή τους δεν σηµαίνει το τέλος των ταξικών αγώνων, αλλά την παρακµή µιας ιστορικής µορφής ταξικού αγώνα. Σήµερα, ο αγώνας δεν διεξάγεται στη βάση της ταξικής ενότητας, αλλά αντίθετα, οι συγκρούσεις που εµφανίζονται εντός των κοινωνι- κών αγώνων είναι πια ο τρόπος ύπαρξης της ταξικής αντίφασης.
Ο αγώνας ενάντια στην ίδια την αυτοοργάνωση µπορεί πλέον να εµφανίζεται µέσα σε αγώνες που δίνονται στο όνοµα µιας «καλύτερης», πιο «απελευθερωτικής» αυτοοργάνωσης, και να βρίσκει τα όριά του, βρισκόµενος σε αντίφαση µε τον εαυτό του. Ο αγώνας ενάντια στο κράτος και την αναγωγή των συγκρούσεων σε νοµικά ζητήµατα, ενάντια στην οικειοποίησή κοινωνικών εγχειρηµάτων από επιχειρήσεις ή άλλους χρηµατοδοτικούς οργανισµούς, η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας των καταλήψεων ενάντια στη µετατροπή τους σε συνεργατικές επιχειρήσεις ή ενάντια σε άλλες δοµές που διεκδικούν την ιδιοποίηση και τον έλεγχο κατειληµµένων κτηρίων, οι ανταρσίες ενάντια στον διευθυντικό έλεγχο µέσα στις ίδιες τις συνεργατικές, τα αντιφατικά διλήµµατα που θα πρέπει αυτές να αντιµετωπίσουν εάν προσπαθήσουν να αποτελέσουν µια «οικονοµικά βιώσιµη απάντηση» στην κρίση,[6] όλα αυτά µεταφράζονται στην αντίφαση ανάµεσα, από τη µια πλευρά, στην υποκειµενικότητα και την διατοµικότητα που προτάσσεται ως η πιο «θετική στιγµή» της αυτοοργάνωσης, και, από την άλλη, στην ιδιοκτησία, την ύπαρξη της εργασίας ως διαχωρισµένης δραστηριότητας, την παραγωγή αξίας, τον διαχωρισµό παραγωγής και αναπαραγωγής και την αυτονόµηση των συνθηκών παραγωγής ως οικονοµία. Μέσα σε τέτοιες µάχες, εάν αυτές γενικευτούν, η οπτική της επανάστασης µπορεί να αρχίσει να αποµακρύνεται από την αυτοεπιβεβαίωση της τάξης και να κινείται προς την αυτοαναγνώρισή της ως κατηγορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή είναι µια δυναµική ρήξης και όχι συνέχειας και ανάπτυξης των αυτοοργανωµένων χώρων και κοινοτήτων. Προεικονίζει την αυτοαµφισβήτηση του υποκειµένου που προηγουµένως έβρισκε στην κατάστασή του τη δυνατότητα να αυτοοργανωθεί.
Η ρήξη αυτή και η γενίκευσή της δεν συµβαίνει ωστόσο χωρίς οργάνωση, χωρίς µια µετωπική σύγκρουση ενάντια στην καπιταλιστική τάξη και το κράτος σε ευρύτερη κλίµακα. Οι διάφορες δράσεις που αναλαµβάνουν οι προλετάριοι και που είναι απαραίτητες για τη συνέχιση του αγώνα τους απαιτούν οργάνωση: το µπλοκάρισµα δρόµων, η πολιορκία αστυνοµικών τµηµάτων, η παρεµπόδιση του ανεφοδιασµού στις δυνάµεις καταστολής ή η απαλλοτρίωση χρήσιµων εµπορευµάτων. Το ζήτηµα εδώ δεν είναι η αντίθεση ανάµεσα στον αυθορµητισµό και την οργάνωση, αλλά ανάµεσα στην απαλλοτρίωση και την ιδιοποίηση, δηλαδή τη διαχείριση του υπάρχοντος µε στόχο τη δόµηση µιας νέας οικονοµίας. Η οργάνωση µπορεί να είναι κάτι άλλο αντί για την εγκαθίδρυση ενός προϋπάρχοντος υποκειµένου, αυτού δηλαδή που οι προλετάριοι ήδη είναι στην υπάρχουσα κοινωνία, ως βάση για µια νέα κοινωνία και οικονοµία. Μια τέτοια οργάνωση δεν θα αναδυόταν ως αποτέλεσµα κάποιας πολιτικής στρατηγικής ή προγράµµατος, αλλά µάλλον ενάντιά του, µέσα από τις ανάγκες του αγώνα ενάντια στην αντίπαλη τάξη, δηλαδή, ενάντια στην αναπαραγωγή αυτής της κοινωνίας. Μέσα από έναν τέτοιο αγώνα, η κατάσταση των προλεταρίων θα µπορούσε να µετατραπεί από κάτι που παλεύουν να οργανώσουν, να υπερασπιστούν ή να απελευθερώσουν σε κάτι που θα παλεύουν να καταργήσουν.
[1] Για τον Μαρξ, «[τ]ο προτσές της ανταλλαγής δεν δίνει στο εµπόρευµα που µετατρέπει σε χρήµα την αξία του αλλά την ειδική µορφή της αξίας του. Η σύγχυση των δύο αυτών πραγµάτων οδήγησε στην πλάνη να θεωρούν φανταστική την αξία του χρυσού και του ασηµιού. Επειδή σε ορισµένες λειτουργίες του το χρήµα µπορεί να αντικατασταθεί µε απλά σύµβολα του εαυτού του, γεννήθηκε η άλλη πλάνη ότι το χρήµα αποτελεί απλό σύµβολο. Ταυτόχρονα στην πλάνη αυτή ενυπήρχε η διαίσθηση ότι η χρηµατική µορφή του πράγµατος είναι κάτι εξωτερικό γι’ αυτό και ότι αποτελεί απλή µορφή εκδήλωσης ανθρώπινων σχέσεων που κρύβονται πίσω της. Με αυτή την έννοια κάθε εµπόρευµα θα ταν ένα σύµβολο, γιατί σαν αξία αποτελεί µόνο ένα εµπράγµατο περίβληµα της ανθρώπινης εργασίας που ξοδεύτηκε γι’ αυτό. Όταν όµως τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που αποκτούν τα πράγµατα ή τα εµπράγµατα χαρακτηριστικά που αποκτούν οι κοινωνικοί καθορισµοί της εργασίας πάνω στη βάση ενός καθορισµένου τρόπου παραγωγής τα διακηρύσσει κανείς απλά σύµβολα είναι σαν να τα διακηρύσσει ταυτόχρονα αυθαίρετα προϊόντα της σκέψης των ανθρώπων. Πρόκειται για τον προσφιλή στους διαφωτιστές του 18ου αιώνα τρόπο, που απέβλεπε στο να αποβάλει τουλάχιστον προσωρινά την όψη της ξενότητας από τις αινιγµατικές µορφές των ανθρώπινων σχέσεων, που το προτσές της γέννησής τους δεν µπορούσαν ακόµα να το αποκρυπτογραφήσουν» (Το Κεφάλαιο, 1ος τόµ., σελ. 104-105, έµφαση δική µας).
[2] «Δεν κάνει το χρήµα σύµµετρα τα εµπορεύµατα. Αντίστροφα. Επειδή όλα τα εµπορεύµατα σαν αξίες είναι αντικειµενοποιηµένη ανθρώπινη εργασία και εποµένως αυτά καθεαυτά είναι σύµµετρα, µπορούν να µετρούν τις αξίες τους από κοινού µε το ίδιο ειδικό εµπό- ρευµα και να µετατρέπουν έτσι αυτό το εµπόρευµα σε κοινό τους µέτρο αξίας ή σε χρήµα. Το χρήµα σαν µέτρο αξίας είναι η αναγκαία µορφή εµφάνισης του µέτρου της αξίας, του χρόνου εργασίας, που ενυπάρχει στα εµπορεύµατα» (όπ.π., σελ. 107).
[3] Η ανάγκη ύπαρξης αυτών των ιατρείων δεν αµφισβητείται εδώ, τη στιγµή που όλο και περισσότεροι άνθρωποι χάνουν τη δωρεάν πρόσβαση στο σύστηµα υγείας επειδή χάνουν τη δουλειά τους ή επειδή δουλεύουν «µαύρα», και τη στιγµή που οι περισσότεροι µετανάστες δεν είχαν ποτέ πρόσβαση. Η διάλυση του δηµόσιου συστήµατος υγείας µέσα στην κρίση δεν θα µπορούσε να αντιµετωπιστεί µε διαφορετικό τρόπο από τους εργαζόµενους της υγείας, πόσο µάλλον όταν εντάσσεται στα πλαίσια του εργασιακού τους αγώνα, αφού οι ίδιοι υφίστανται περικοπές στους µισθούς τους ή και δουλεύουν απλήρωτοι.
[4] Δες το κείµενο «Περί “κοινών”», σε αυτό το τεύχος.
[5] Η περίπτωση της Βιο.Με. είναι χαρακτηριστική εδώ, αφού ο στόχος της αυτοδιαχείρισης εµφανίστηκε αφού κήρυξαν πτώχευση οι εργοδότες, αφήνοντας τους εργαζόµενους άνεργους και απλήρωτους. Από την άλλη, είναι ακόµα πιο χαρακτηριστικό το ότι οι πιο επιτυχηµένες συνεργατικές είναι καφενεία και εστιατόρια, δηλαδή επιχειρήσεις έντασης εργασίας.
[6] Δες το κείµενο «Ο χρηµατοπιστωτικός καπιταλισµός και η αυτοδιαχείριση ως ουτοπικός ορίζοντας της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης» σε αυτό το τεύχος.
Πηγή: blaumachen #6 σελ. 131-138