Κάτι φαίνεται να βρωμάει στο Λονδίνο. Χαρτογιακάδες νεογιάππηδες του χρηματοπιστωτισμού, νεόκοποι μαθητευόμενοι μάγοι του νεοφιλελευθεράτου, ο βόθρος των τεχνοκρατών που εδώ και οχτώ χρόνια δίνει τα ρέστα του στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης προς το όφελος των too big to fail ευαγών τραπεζικών ιδρυμάτων, οι ύαινες του real estate και οι υπερ-πλούσιοι του διεθνούς κεφαλαίου μοιάζουν να κατακτούν ζώνη προς ζώνη την πόλη. Το στρατό-αστυνομικό σύμπλεγμα των καμερών και των μπάτσων μακιγιάρει χαζοχαρούμενα το πρόσωπό του με τα χέρια των χιπστεράδων μαστροπών της διασκέδασης που πουλάν 7 λίρες ένα πιάτο γάλα με δημητριακά την ώρα που απαθανατίζεται από δεκάδες seflie κάποιων wannabe rich υπηκόων του σύγχρονου θεάματος. Gentrification, καταστολή, ενσωματωμένο θέαμα και πόλεμος κατά των φτωχών του Λονδίνου βρίσκονται πια στην ημερήσια διάταξη εδώ και χρόνια. Ο Dub ποιητής Linton Kwesi Johnson (aka LKJ) είχε φωνάξει “Inglan is a Bitch” εδώ και κάμποσο καιρό.
Στις ρωγμές, όμως, αυτής της αθλιότητας -προσπαθούν κι ενίοτε- ανθίζουν τα λουλούδια του κόσμου. Τη γύρη τους τη διακινούν οι Άραβες κι Ινδοί προλετάριοι της σίτισης και των μεταφορών, οι πρεκάριοι μετανάστες του Ευρωπαϊκού Νότου που δουλεύουν στις υπηρεσίες και στην εκπαίδευση, οι νέες εργατικές φιγούρες του τριτογενούς, οι μελαγχολικοί μικροπαραβατικοί chavs των λαϊκών γειτονιών, νέοι καταληψίες, η ψίχα του Occupy, οι συλλογικότητες του anti-cuts φοιτητικού κινήματος, αυτοί που πάρταραν στο άκουσμα του θανάτου της Thatcher, οι άνεργοι που ρεμβάζουν πίνοντας home-made σκανκ στις ουρές των job centres, οι Βρετανοί που δεν ξεχνούν το punk. Σε αυτές, λοιπόν, τις μέλισσες, το BARIKAT στέλνει το νεύμα του απόψε, και θυμάται να αποτίσει φόρο τιμής στον τρανό τροβαδούρο της Λονδρέζικης χαμοζωής, το ρέκτη της reggae ριζοσπαστικότητας, Linton Kwesi Johnson.
Στα 1952 γεννιέται στο Chapeltown της Jamaica και μετά από έντεκα χρόνια μετακομίζει στο Λονδίνο όπως και χιλιάδες συμπατριώτες του από το νησί και τις Δυτικές Ινδίες. Θα φοιτήσει στο γυμνάσιο Tulse Hill κι αργότερα στο Goldsmiths ενώ θα γίνει μέλος των Μαύρων Πανθήρων ήδη από μαθητής. Κάνοντας παράλληλα ένα σωρό εργατικά πόστα θα βγάλει το 1974 την πρώτη του ποιητική συλλογή “Voices of the Living and the Dead”. H reggae υποκουλτούρα που φυσικά λογοκρίνεται στα επίσημα ραδιόφωνα θα εισβάλει στον αστικό ιστό με τα sound systems που με τη σειρά τους θα γεννήσουν την Dub Ποίηση, αυτό το avant-garde κράμα που θα μεταμορφώσει τις δομικές μανιέρες του «λυρικού» μουσικού νοήματος και θα μιξάρει αυθόρμητα την προφορικότητα με το γραπτό. Η τέχνη του DJing και ο τρόπος του να μιλάς πάνω σε ένα μουσικό ρυθμό θα μπολιαστεί με τη γραφή και έκδοση ποιημάτων, δίνοντας έτσι μια γραπτή καταγραφή του Dub ποιήματος. Αφρικάνικοι ρυθμικοί άξονες και Ευρωπαϊκού τύπου μελωδικές γραμμές, Μαύρη συνείδηση και σοσιαλιστικές ιδέες, λονδρέζικες τοπικές διάλεκτοι όπως τα Cockney και η αργκό του ghetto, ρασταφαριανικό dreadtalk και η creole γλώσσα της αγγλόφωνης Καραϊβικής διασποράς θα παντρευτούν μπάσταρδα, αιμομικτικά, με τις ζωές αυτών που ζουν στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, στα χαμηλά της ταξικής ιεραρχίας. Οι δικές τους άγριες μητροπολιτάνικες γιορτές θα συμβούν το 1981, στο Brixton. Την ηχώ τους θα την ακούσουμε εμείς τον Αύγουστο του 2011. Θα μοιάζει σαν η γριά Αλβιώνα να γνέφει στο συγκλονιστικό ελληνικό Δεκέμβρη. And the best is yet to come.
Ταξιάρχης Κεραμές 14/4/2016
Mια νέα γενιά σπορά από μαύρα παιδιά
αναδύεται τώρα
οδηγεί στην σκληρή σκηνή
και ξεφεύγει
δράττει την μέρα,
λέει στο κεφάλαιο ποτέ ξανά
και πάντα της τραβάει μπροστά
μονάχα νέοι σε
ηλικία μπορούν να είναι
αλλ’όχι και σε μένος
και δεν χρειάζονται
την απαλή
ρηχή τη συμβουλή
των ψυχροκέφαλων
σοφών που ζουν στις αλυσίδες.
τις λέξεις με τα ισχνά κελύφη σπάνε
τραβάν μπροστά τους πάντοτε και πάνε.
νέο αίμα
νέοι ρέμπελοι:
καινούριες φιγούρες
ορίζουν
καινούριες μορφές
φτιάχνουν νέες επαφές
συνδέουν
το αίμα που ανεβαίνει σίγουρο
που φτιάνει ένα νέο μονοπάτι
μπροστά τραβώντας προς την ελευθερία.